ρονιά

ρονιά
και ρουνιά, η, Ν
(ιδίως στον πληθ.) οι ρονιές και οι ρουνιές
α) οι σταγόνες τής βροχής που πέφτουν από τη στέγη
β) η ροή τών δακρύων («τα μάτια του έτρεχαν ρονιές», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για συμφυρμό τών λ. ροή και σταλιά, πιθ. κατ' επίδραση τού ρ. ραίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρονιά — η σταγόνα νερού, στάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρουνιά — η, Ν βλ. ρονιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”